πλάσται

πλάσται
πλάστης
moulder
masc nom/voc pl
πλάστᾱͅ , πλάστης
moulder
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλασταί — πλαστή mud wall fem nom/voc pl πλαστός formed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόνοια — η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ] 1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία 2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”